- Ἀναξίλᾳ
- Ἀναξίλᾱͅ , Ἀναξίληςmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀναξίλα — Ἀναξίλᾱ , Ἀναξίλης masc nom/voc/acc dual Ἀναξίλᾱ , Ἀναξίλης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξίλας — Ἀναξίλᾱς , Ἀναξίλευς masc acc pl Ἀναξίλᾱς , Ἀναξίλης masc acc pl Ἀναξίλᾱς , Ἀναξίλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξίλαν — Ἀναξίλᾱν , Ἀναξίλης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονότροπος — η, ο (ΑΜ μονότροπος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονος νεοελλ. 1. φυσ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπα βοτ. γένος… … Dictionary of Greek
ορνιθοκόμος — ο (Α ὀρνιθοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοκόμος άτομο που ασχολείται συστηματικά με την επιστημονική εκτροφή ορνίθων και, γενικά, πουλερικών, πτηνοτρόφος αρχ. 1. αυτός που εκτρέφει πτηνά 2. (το αρσ. ως κύριο ον.)… … Dictionary of Greek
πορνοβοσκός — ο, ΝΑ μαστροπός, προαγωγός αρχ. ως κύριο όν. Πορνοβοσκός τίτλος κωμωδιών τού Ευβούλου, τού Αναξίλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός] … Dictionary of Greek